ἰοθαλέας

ἰοθαλέας
ἰοθαλής
blooming with violets
masc/fem acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιοθαλής — ἰοθαλής, ές (Α) θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, ορει θαλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”